- ἀνεψιαδῆ
- ἀνεψι-ᾰδῆ, ἡ,A first cousin's daughter, Ar.Fr.745.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανεψιαδή — ἀνεψιαδῆ, η (Α) η κόρη πρώτου εξαδέλφου ή εξαδέλφης … Dictionary of Greek